- ἐνεχύρου
- ἐνέχυρονpledgeneut gen sgἐνεχυρόωpledgepres imperat act 2nd sgἐνεχυρόωpledgeimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμπράγματα δικαιώματα — Τα ιδιωτικά δικαιώματα, τα οποία παρέχουν άμεση εξουσία πάνω σε ένα πράγμα. Κύριο χαρακτηριστικό της εξουσίας αυτής είναι ότι μπορεί να στραφεί εναντίον όλων, γι’ αυτό και, υπό αυτή την έννοια, τα ε.δ. ονομάζονται και απόλυτα, σε αντίθεση με τα… … Dictionary of Greek
ενεχυρίαση — η (Μ ἐνεχυρίασις) η ενέργεια τού ενεχυριάζω, η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου («απαγορεύεται η ενεχυρίαση στρατιωτικών ειδών») … Dictionary of Greek
ενεχυρασία — ἐνεχυρασία, η (Α) λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση τής οφειλής («βουλόμενος τήν ἐνεχυρασίαν μου ποιήσασθαι», Δημοσθ.) … Dictionary of Greek
ενεχυρασμός — ἐνεχυρασμός, ο (Α) [ενεχυράζω] 1. λήψη ενεχύρου για εξασφάλιση χρέους, ενεχυρασία 2. συνεκδ. το αντικείμενο που δίνεται για ενέχυρο … Dictionary of Greek
ενεχυρόγραφο(ν) — το 1. το ένα από τα δύο έγγραφα που αποδεικνύει την απόθεση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες και με την οπισθογράφηση τού οποίου μπορεί το εμπόρευμα να ενεχυριαστεί σε τρίτο πρόσωπο 2. απόδειξη παράδοσης και παραλαβής ενεχύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
εταιρεία — (Νομ.). Σύμφωνα με τον ελληνικό Aστικό Kώδικα (Α.Κ.) είναι μια ιδιότυπη αμφοτεροβαρής σύμβαση, με την οποία δύο ή περισσότερα πρόσωπα αναλαμβάνουν μεταξύ τους την υποχρέωση να επιδιώξουν ένα κοινό σκοπό, καταβάλλοντας ίσες –αν δεν έχει οριστεί… … Dictionary of Greek
κατενεχυρασία — κατενεχυρασία, ἡ (Α) επιγρ. η παράδοση ενός πράγματος ως ενεχύρου, η ενεχυρίαση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατενεχυράζω, πιθ. μέσω ενός αμάρτυρου *κατενεχύρασις] … Dictionary of Greek
κλεπταποδοχή — Η σκόπιμη απόκρυψη, αγορά, κτήση με τύπο ενεχύρου ή αποδοχή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο καθώς και η μεταβίβαση ή η εξασφάλιση της κατοχής από μέρους τρίτου ενός κινητού πράγματος ή τιμήματος αυτού, γνωρίζοντας ότι αυτό προέρχεται από κλοπή. Ο… … Dictionary of Greek
λύτρο — το (AM λύτρον) συν. στον πληθ. τα λύτρα το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται για απελευθέρωση αιχμαλώτου («οι απαγωγείς ζήτησαν λύτρα για να τόν ελευθερώσουν») μσν. 1. διάσωση, απελευθέρωση 2. σωτηρία αρχ. 1. ποσό που καταβάλλεται για ανάληψη… … Dictionary of Greek
τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… … Dictionary of Greek